- σύγκλεισμα
- τὸ, Α [συγκλείω]αυτό που περικλείει κάτι («ἐπὶ τὰ συγκλείσματα αὐτῶν ἀναμέσον ἐξερχομένων λέοντες καὶ βόες», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγκλεισμα — border neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλείσματα — σύγκλεισμα border neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλειστός — ή, όν, Α [συγκλείω] 1. ο κλεισμένος μαζί 2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει 3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» σύγκλεισμα* … Dictionary of Greek
ԱՂԽ — (ի, ից.) NBH 1 0041 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c գ. ԱՂԽ կամ ԱԽ. κλεῖθρον, σύγκλεισμα, πτίξις, κάτοχος claustrum, clausura, repagulum, plicatura Փակ. փականք. փակաղակ. կապ. զօդ պնդիչ. ախլակ, ախլանք, կղպաք,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՈՐՇ — I. (ի, ից.) NBH 1 0979 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. κοίλωμα, κοῖλον cavitas, cavum, concavum σύγκλεισμα , συγκλιστόν clausura, conclusum ἁπόλοιπον reliquum νοσσιά nidus եւն. Խորութիւն իմն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)